παιδικος

παιδικος
    παιδικός
    I
    3
    1) детский, юношеский
    

(ἄθλημα Plat.; ἡλικία, ἱμάτιον Plut.)

    π. χορός Lys. — детский хор

    2) ребяческий, несерьезный
    

(ἠλίθιος καὴ λίαν π. Arst.)

    3) любимый, излюбленный (см. παιδικά См. παιδικα)
    4) любовный
    

π. λόγος Xen. — любовная повесть

    II
    ὅ любимец,
    

(ἐρασταὴ καὴ παιδικοί Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "παιδικος" в других словарях:

  • παιδικός — of a child masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικός — ή, ὁ (ΑΜ παιδικός, ή, όν) [παῖς, παιδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» η περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη τής ήβης θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.) 2. παιδαριώδης,… …   Dictionary of Greek

  • παιδικός σταθμός — Ειδικό παιδαγωγικό ίδρυμα που δέχεται, κατά κανόνα, παιδάκια 3 5 ετών, δηλαδή πριν από το δημοτικό σχολείο. Η εμφάνισή του, μετά το προηγούμενο των αιθουσών φύλαξης, είναι εντελώς σύγχρονη, συνδεδεμένη με την εμφάνιση και διάδοση του… …   Dictionary of Greek

  • παιδικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται, που ανήκει σε παιδιά, που έχει σχέση με παιδιά: Η τεχνολογία στα παιδικά παιχνίδια έκανε καταπληκτική πρόοδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδικώτερον — παιδικός of a child adverbial comp παιδικός of a child masc acc comp sg παιδικός of a child neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικαῖς — παιδικός of a child fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικαί — παιδικός of a child fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικοί — παιδικός of a child masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικούς — παιδικός of a child masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικῆς — παιδικός of a child fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικῇ — παιδικός of a child fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»